Πάρκινσον, Τζέιμς — (Parkinson, 1755 – 1824). Άγγλος φαρμακοποιός, χειρουργός και παλαιοντολόγος. Ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στο Λονδίνο, όπου ασχολήθηκε με την ιατρική, τη χημεία, τη γεωλογία και την παλαιοντολογία. Ο Π. υπήρξε ο συγγραφέας αξιόλογων κλινικών… … Dictionary of Greek
παρκινσονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόσο τού Πάρκινσον 2. φρ. «παρκινσονικός τρόμος» ο σπαστικός τρόμος, η τρεμούλα που χαρακτηρίζει τη νόσο τού Πάρκινσον 3. το αρσ. ως ουσ. ο ασθενής που πάσχει από τη νόσο τού Πάρκινσον … Dictionary of Greek
παρκινσονισμός — ο ιατρ. σύμπλεγμα συμπτωμάτων που εκδηλώνονται κλινικά με τα συμπτώματα τής νόσου τού Πάρκινσον και τών οποίων η αιτιολογία του είναι πολλαπλή, λ.χ., αρτηριοσκλήρωση τού εγκεφάλου, εγκεφαλικές κακώσεις, δηλητηριάσεις, λοιμώδη νοσήματα,… … Dictionary of Greek
παρκινσόνειος — α, ο φρ. «παρκινσόνειος νόσος» ή «παρκινσόνειο σύνδρομο» ιατρ. βλ. πάρκινσον. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. parkinsonian (< πάρκινσον*)] … Dictionary of Greek
τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… … Dictionary of Greek
Άλι, Μοχάμετ — (Muhammad Ali, Λούισβιλ, Κεντάκι, ΗΠΑ 1942 –). Αμερικανός πυγμάχος, ηγετική μορφή των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Βαφτίστηκε χριστιανός με το όνομα Κάσιους Κλέι (Cassius Marcellus Clay) και ασχολήθηκε από μικρός με την πυγμαχία ως μοναδικό μέσο… … Dictionary of Greek
αμιμία — η Ιατρ. αδυναμία εκτέλεσης μιμικών κινήσεων (χειρονομιών, μορφασμών, νευμάτων για την έκφραση συναισθημάτων και σκέψεων), η οποία οφείλεται σε βλάβη τής λεγόμενης εξωπυραμιδικής νευρικής κινητικής οδού, όπως συμβαίνει στο σύνδρομο Πάρκινσον.… … Dictionary of Greek
μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… … Dictionary of Greek
παλλιδεκτομή — η η χειρουργική καταστροφή τής ωχράς κηλίδας για θεραπευτικούς λόγους, όπως π.χ. για την ανακούφιση μερικών εκδηλώσεων τής νόσου τού Πάρκινσον … Dictionary of Greek
τρομός — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… … Dictionary of Greek