πάρκινσον

πάρκινσον
το
ιατρ. πάθηση τού κεντρικού νευρικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από αύξηση τού μυϊκού τόνου, σπαστικότητα και τρόμο κυρίως τών άκρων, μυϊκή δυσκαμψία και έλλειψη τών συνεργικών κινήσεων, αλλ. σπαστική ή τρομώδης παράλυση, νόσος τού Πάρκινσον ή παρκινσόνειο σύνδρομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Parkinson's disease, από το όνομα τού Άγγλου ιατρού J. Parkinson που πρώτος τήν περιέγραψε].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πάρκινσον, Τζέιμς — (Parkinson, 1755 – 1824). Άγγλος φαρμακοποιός, χειρουργός και παλαιοντολόγος. Ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στο Λονδίνο, όπου ασχολήθηκε με την ιατρική, τη χημεία, τη γεωλογία και την παλαιοντολογία. Ο Π. υπήρξε ο συγγραφέας αξιόλογων κλινικών… …   Dictionary of Greek

  • παρκινσονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόσο τού Πάρκινσον 2. φρ. «παρκινσονικός τρόμος» ο σπαστικός τρόμος, η τρεμούλα που χαρακτηρίζει τη νόσο τού Πάρκινσον 3. το αρσ. ως ουσ. ο ασθενής που πάσχει από τη νόσο τού Πάρκινσον …   Dictionary of Greek

  • παρκινσονισμός — ο ιατρ. σύμπλεγμα συμπτωμάτων που εκδηλώνονται κλινικά με τα συμπτώματα τής νόσου τού Πάρκινσον και τών οποίων η αιτιολογία του είναι πολλαπλή, λ.χ., αρτηριοσκλήρωση τού εγκεφάλου, εγκεφαλικές κακώσεις, δηλητηριάσεις, λοιμώδη νοσήματα,… …   Dictionary of Greek

  • παρκινσόνειος — α, ο φρ. «παρκινσόνειος νόσος» ή «παρκινσόνειο σύνδρομο» ιατρ. βλ. πάρκινσον. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. parkinsonian (< πάρκινσον*)] …   Dictionary of Greek

  • τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… …   Dictionary of Greek

  • Άλι, Μοχάμετ — (Muhammad Ali, Λούισβιλ, Κεντάκι, ΗΠΑ 1942 –). Αμερικανός πυγμάχος, ηγετική μορφή των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Βαφτίστηκε χριστιανός με το όνομα Κάσιους Κλέι (Cassius Marcellus Clay) και ασχολήθηκε από μικρός με την πυγμαχία ως μοναδικό μέσο… …   Dictionary of Greek

  • αμιμία — η Ιατρ. αδυναμία εκτέλεσης μιμικών κινήσεων (χειρονομιών, μορφασμών, νευμάτων για την έκφραση συναισθημάτων και σκέψεων), η οποία οφείλεται σε βλάβη τής λεγόμενης εξωπυραμιδικής νευρικής κινητικής οδού, όπως συμβαίνει στο σύνδρομο Πάρκινσον.… …   Dictionary of Greek

  • μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… …   Dictionary of Greek

  • παλλιδεκτομή — η η χειρουργική καταστροφή τής ωχράς κηλίδας για θεραπευτικούς λόγους, όπως π.χ. για την ανακούφιση μερικών εκδηλώσεων τής νόσου τού Πάρκινσον …   Dictionary of Greek

  • τρομός — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”